πλαδαρότης

πλαδαρότης
πλᾰδᾰρ-ότης, ητος, ,
A flaccidity, Epicur.Nat.140 G., Herm. ap. Stob.1.49.69, Gal.14.770.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πλαδαρότης — flaccidity fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαδαρότητος — πλαδαρότης flaccidity fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαδαρότητα — η / πλαδαρότης, ητος, ΝΑ [πλαδαρός] (ιδίως για τα σαρκώδη μέλη τού σώματος) η ιδιότητα τού πλαδαρού, χαλαρότητα, χαύνωση, ατονία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”